Λάμπω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: λάμπω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сияние, блясък, обувки, на обувки, блясъка, свети
Λάμπω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λάμπω

λάμπω συνώνυμα, λάμπω βικιλεξικο, λάμπω άννα βίσση, λάμπω στίχοι, λάμπω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λάμπω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • λάκκος στα βουλγαρικά - шахта, кариера, яма, ров, рудник, изкоп
  • λάμπα στα βουλγαρικά - лампа, фар, лампата, светлина, на лампата
  • λάμψη στα βουλγαρικά - жар, блясък, обувки, на обувки, блясъка, свети
  • λάπαθο στα βουλγαρικά - киселец, лапад, пъстри, дорест кон
Τυχαίες λέξεις
Λάμπω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сияние, блясък, обувки, на обувки, блясъка, свети