Άλικος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: άλικος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ален, червен, червено, алено, мораво
Άλικος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άλικος

άλικος συνώνυμα, άλικος λεξικο, άλικος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άλικος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • άλγη στα βουλγαρικά - водорасли, водораслите, алги, на водорасли
  • άλγος στα βουλγαρικά - болка, болки, болката, болка в, болки в
  • άλλοθι στα βουλγαρικά - оправдание, алиби, алибито, алибито на
  • άλλος στα βουλγαρικά - друг, друга, други, друго, другата
Τυχαίες λέξεις
Άλικος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ален, червен, червено, алено, мораво