Άτολμος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: άτολμος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смутен, възглупав, смутено, глуповато, глупава
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτολμος
άτολμος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άτολμος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- άτεχνος στα βουλγαρικά - наведен, наклонена повърхност, разширен, кос, наклонен
- άτιμος στα βουλγαρικά - мошенически
- άτομο στα βουλγαρικά - частица, атом, човек, лице, лицето
- άτονος στα βουλγαρικά - замрял, муден, сладостна, отпуснат, бавен
Τυχαίες λέξεις
Άτολμος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: смутен, възглупав, смутено, глуповато, глупава
Μεταφράσεις: смутен, възглупав, смутено, глуповато, глупава