Άτολμος στα ισλανδικά

Μετάφραση: άτολμος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sheepish, hundslegir
Άτολμος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτολμος

άτολμος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άτολμος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • άτεχνος στα ισλανδικά - splay
  • άτιμος στα ισλανδικά - knavish
  • άτομο στα ισλανδικά - einstakur, maður, einstaklingur, aðili, persóna, manneskja, sá
  • άτονος στα ισλανδικά - languid
Τυχαίες λέξεις
Άτολμος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sheepish, hundslegir