Αδελφός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αδελφός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брат, брата, на брат, братко
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδελφός
αδελφός των πλειάδων, αδελφός σαμαρά, αδελφός και σύζυγος γκιόλια δείχνουν μάκη για το φόνο του δημοσιογράφου, αδελφός ή αδερφός, αδελφός άδωνι, αδελφός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αδελφός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αδειάζω στα βουλγαρικά - празен, празна, празно, празни, празната
- αδελφή στα βουλγαρικά - сестра, на сестра, сестрата, сестрата на
- αδερφή στα βουλγαρικά - сестра, на сестра, сестрата, сестрата на
- αδερφικός στα βουλγαρικά - братски, братска, братската, братско, братския
Τυχαίες λέξεις
Αδελφός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: брат, брата, на брат, братко
Μεταφράσεις: брат, брата, на брат, братко