Αδελφός στα λιθουανικά
Μετάφραση: αδελφός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bičiulis, brolis, brolį, brolio, broliui
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδελφός
αδελφός των πλειάδων, αδελφός σαμαρά, αδελφός και σύζυγος γκιόλια δείχνουν μάκη για το φόνο του δημοσιογράφου, αδελφός ή αδερφός, αδελφός άδωνι, αδελφός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αδελφός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αδειάζω στα λιθουανικά - tuščias, tuščia, tušti, tuščios, tuščią
- αδελφή στα λιθουανικά - cigaretė, dirbti, sesuo, seserį, sesers, seseriai
- αδερφή στα λιθουανικά - sesuo, seserį, sesers, seseriai
- αδερφικός στα λιθουανικά - broliškas, broliškai, broliška, broliškos, broliški
Τυχαίες λέξεις
Αδελφός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: bičiulis, brolis, brolį, brolio, broliui
Μεταφράσεις: bičiulis, brolis, brolį, brolio, broliui