Ασβός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ασβός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
язовец, тормозя, гоня, борсук, язовци
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασβός
ασβός τροφή, ασβός κουνάβι, ασβός κρήτης, ασβός παναγιώτης, ασβός wikipedia, ασβός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ασβός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ασαφής στα βουλγαρικά - неясен, смътен, неясно, неясна, неясни
- ασβέστης στα βουλγαρικά - вар, лайм, липа, варо, варова
- ασελγής στα βουλγαρικά - сладострастен, похотлив, похотливи, похотливо, сладострастни
- ασημένιος στα βουλγαρικά - сребро, сребърна, сребърно, сребърен, Silver, Силвър, Сребърна
Τυχαίες λέξεις
Ασβός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: язовец, тормозя, гоня, борсук, язовци
Μεταφράσεις: язовец, тормозя, гоня, борсук, язовци