Γεύομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
образец, вкус, дъх, пикантност, характерен вкус, вкусвам с наслада
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεύομαι
γεύομαι και μαγεύομαι θησείο, γεύομαι συνόνυμα, γεύομαι και μαγεύομαι, γεύομαι μαγεύομαι ιωάννινα, γεύομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γεύομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γεωφυσική στα βουλγαρικά - геофизика, геофизиката, геофизика на, по геофизика
- γεύμα στα βουλγαρικά - ядене, брашно, хранене, храна, грис, ястие
- γεύση στα βουλγαρικά - вкус, вкуса, на вкуса, вкусът
- γη στα βουλγαρικά - земя, почва, Земя, пръст, земята, Earth
Τυχαίες λέξεις
Γεύομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: образец, вкус, дъх, пикантност, характерен вкус, вкусвам с наслада
Μεταφράσεις: образец, вкус, дъх, пикантност, характерен вкус, вкусвам с наслада