Δάγκωμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δάγκωμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хапя, хапят, ухапе, хапе, ухапване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάγκωμα
δάγκωμα φιδιού ονειροκρίτης, δάγκωμα γάτας, δάγκωμα γάτας ονειροκρίτης, δάγκωμα ονειροκρίτης, δάγκωμα φιδιού, δάγκωμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δάγκωμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γύρω στα βουλγαρικά - около, наоколо, по, целия, из
- γύψος στα βουλγαρικά - гипс, гипсова, гипса, гипсокартон, гипсови
- δάκρυ στα βουλγαρικά - сълза, късам, разкъсвам, откъсне, скъса
- δάκτυλο στα βουλγαρικά - пръст, палец, пръста, пръстите, пръсти, с пръст
Τυχαίες λέξεις
Δάγκωμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: хапя, хапят, ухапе, хапе, ухапване
Μεταφράσεις: хапя, хапят, ухапе, хапе, ухапване