Δάγκωμα στα τούρκικα
Μετάφραση: δάγκωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ısırmak, lokma, ısırık, ısırmaya, bite
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάγκωμα
δάγκωμα φιδιού ονειροκρίτης, δάγκωμα γάτας, δάγκωμα γάτας ονειροκρίτης, δάγκωμα ονειροκρίτης, δάγκωμα φιδιού, δάγκωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, δάγκωμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- γύρω στα τούρκικα - etrafına, etrafında, çevresinde, çevresindeki, çevresinde en, civarında
- γύψος στα τούρκικα - jips, alçıtaşı, alçı, alçıpan, alçı taşı
- δάκρυ στα τούρκικα - kopmak, yırtılmak, gözyaşı, yırtılma, yırtılmaya, tear, yırtıp
- δάκτυλο στα τούρκικα - parmak, parmağı, parmakla, finger, parmağınızı
Τυχαίες λέξεις
Δάγκωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ısırmak, lokma, ısırık, ısırmaya, bite
Μεταφράσεις: ısırmak, lokma, ısırık, ısırmaya, bite