Διανομέας στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διανομέας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разпределител, дистрибутор, дистрибутор на, дистрибутора
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανομέας
διανομέας λιπάσματος, διανομέας εντύπων, διανομέας αυτοκινήτου, διανομέας σπόρων, διανομέας νερού 6 παροχών gardena - 1198, διανομέας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διανομέας στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διανοητικά στα βουλγαρικά - умствено, мислено, психически, умствени, психично
- διανοητικός στα βουλγαρικά - умствен, мисловен, психичното, психическо, умствено
- διανομή στα βουλγαρικά - назначение, разпространение, разпределение, дистрибуция, разпределението, разпределение на
- διανοούμενοι στα βουλγαρικά - интелигенция, интелигенцията
Τυχαίες λέξεις
Διανομέας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разпределител, дистрибутор, дистрибутор на, дистрибутора
Μεταφράσεις: разпределител, дистрибутор, дистрибутор на, дистрибутора