Διανομέας στα ολλανδικά

Μετάφραση: διανομέας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stroomverdeler, postbode, distributeur, verdeler, brievenbesteller, leverancier, distributeurs, dealer
Διανομέας στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διανομέας

διανομέας λιπάσματος, διανομέας εντύπων, διανομέας αυτοκινήτου, διανομέας σπόρων, διανομέας νερού 6 παροχών gardena - 1198, διανομέας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διανομέας στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διανοητικά στα ολλανδικά - geestelijk, mentaal, verstandelijk, verstandelijke, psychisch
  • διανοητικός στα ολλανδικά - verstandsmens, verstandelijk, intellectueel, mentaal, geestelijk, mentale, geestelijke
  • διανομή στα ολλανδικά - verspreiding, uitreiking, distributie, verdeling, de distributie, spreiding
  • διανοούμενοι στα ολλανδικά - intellectuelen, intelligentsia, intellect, intelligentia
Τυχαίες λέξεις
Διανομέας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stroomverdeler, postbode, distributeur, verdeler, brievenbesteller, leverancier, distributeurs, dealer