Διαπληκτίζομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαπληκτίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пререкания, споря, твърдя, твърдят, спори
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπληκτίζομαι
διαπληκτίζομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαπληκτίζομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαπιστεύω στα βουλγαρικά - приписвам, акредитирам, потвърждавам, утвърждавам, признавам
- διαπιστώνω στα βουλγαρικά - забележка, бележка, нота, внимание, за сведение
- διαπλοκή στα βουλγαρικά - преплитане, преплитането, взаимопроникване, от преплитането
- διαπράττω στα βουλγαρικά - ангажират, ангажираме, ангажира, извършване, извърши
Τυχαίες λέξεις
Διαπληκτίζομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пререкания, споря, твърдя, твърдят, спори
Μεταφράσεις: пререкания, споря, твърдя, твърдят, спори