Διαπληκτίζομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαπληκτίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аргументувати, привиди, аргументуйте, карантини, переконувати, сперечатися, сперечатись, сперечатиметься
Διαπληκτίζομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπληκτίζομαι

διαπληκτίζομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαπληκτίζομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαπιστεύω στα ουκρανικά - уповноважити, повірити, уповноважувати, довіряти, акредитувати
  • διαπιστώνω στα ουκρανικά - пересвідчіться, розбити, пересвідчитися, установлювати, закласти, з'ясувати, влаштовувати, ...
  • διαπλοκή στα ουκρανικά - втрутитися, переплетення, переплетіння, сплетіння
  • διαπράττω στα ουκρανικά - скоювати, робити, вчинити, доручати, чинити, зраджувати, чиніть, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπληκτίζομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: аргументувати, привиди, аргументуйте, карантини, переконувати, сперечатися, сперечатись, сперечатиметься