Ενάγων στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενάγων, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ищец, ищеца, ищецът, ищцата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενάγων
ενάγων κλίση, ενάγων λεξικό, ενάγων ορισμός, πολιτικώς ενάγων, ενάγων αγγλικά, ενάγων λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενάγων στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμψυχώνω στα βουλγαρικά - обновявам, съживява, съживяване, съживяват, реанимира
- ενάγω στα βουλγαρικά - предаване на съд, подведе под отговорност, повдигне обвинения, повдигне обвинения срещу, повдигне обвинения на
- ενάρετος στα βουλγαρικά - добродетелен, добродетелна, добродетелно, добродетелни, непорочен
- ενέδρα στα βουλγαρικά - засада, засадата, нападение, засади
Τυχαίες λέξεις
Ενάγων στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ищец, ищеца, ищецът, ищцата
Μεταφράσεις: ищец, ищеца, ищецът, ищцата