Επίβουλος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επίβουλος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вероломен, неверен, коварните, невярната
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίβουλος
επίβουλος συνωνυμο, επίβουλος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επίβουλος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επίβλεψη στα βουλγαρικά - надзор, контрол, надзора, наблюдение
- επίβουλα στα βουλγαρικά - вероломен, неверен, коварните, невярната
- επίγνωση στα βουλγαρικά - съзнание, осведоменост, осъзнаване, осведомеността, информираността, на осведомеността
- επίγονος στα βουλγαρικά - потомък, наследник, потомка, низходящ, потомство
Τυχαίες λέξεις
Επίβουλος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вероломен, неверен, коварните, невярната
Μεταφράσεις: вероломен, неверен, коварните, невярната