Επωάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επωάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
люк, челяд, люпило, потомство, люпила, пило
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επωάζω
επωάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επωάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εποχικός στα βουλγαρικά - сезонност, сезонността, сезонния, сезонния характер, на сезонността
- επτά στα βουλγαρικά - седем, и седем, седемте, седма, от седем
- επωδός στα βουλγαρικά - припев, въздържам, въздържат, се въздържат, въздържа, се въздържа
- επωνυμία στα βουλγαρικά - название, име, името, наименование, име на
Τυχαίες λέξεις
Επωάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: люк, челяд, люпило, потомство, люпила, пило
Μεταφράσεις: люк, челяд, люпило, потомство, люпила, пило