Επωάζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: επωάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jaunikliai, vedimas, perų, perai, mąstyti
Επωάζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επωάζω

επωάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επωάζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εποχικός στα λιθουανικά - sezoniškumas, sezoniškumo, sezoniškumą, sezoniškumu, sezoniškumo poveikį
  • επτά στα λιθουανικά - septyni, septynių, septynerių, septynis, septynios
  • επωδός στα λιθουανικά - refrenas, priedainis, susilaikyti, susilaiko, atsisakyti, susilaikytų, nesiima
  • επωνυμία στα λιθουανικά - pavadinimas, vardas, pavadinimą, pavardė, vardą
Τυχαίες λέξεις
Επωάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: jaunikliai, vedimas, perų, perai, mąstyti