Κατάσχω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κατάσχω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конфискуват, конфискувам, изолирам, секвестирам
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάσχω
κατάσχω κατάσχεται, κατάσχω κλίση, κατάσχω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατάσχω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κατάστημα στα βουλγαρικά - магазин, магазин за, Shop, магазин на, магазина
- κατάστρωμα στα βουλγαρικά - палуба, тесте, палубата, дек, комплект
- κατάφορτος στα βουλγαρικά - изпълнен, изпълнено, изпълнена, крие
- κατάχρηση στα βουλγαρικά - злоупотребление, злоупотреба, злоупотреби, насилие, злоупотребата, злоупотреба с
Τυχαίες λέξεις
Κατάσχω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: конфискуват, конфискувам, изолирам, секвестирам
Μεταφράσεις: конфискуват, конфискувам, изолирам, секвестирам