Κατάσχω στα δανικά

Μετάφραση: κατάσχω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gribe, vil binde, som vil binde
Κατάσχω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάσχω

κατάσχω κατάσχεται, κατάσχω κλίση, κατάσχω λεξικό γλώσσας δανικά, κατάσχω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατάστημα στα δανικά - butik, shop, butikken, forretning, shoppen
  • κατάστρωμα στα δανικά - dæk, dækket, deck, terrasse
  • κατάφορτος στα δανικά - fyldt, behæftet, ladet
  • κατάχρηση στα δανικά - fornærmelse, fornærme, skælde, misbrug, misbrug bliver, overgreb, misbrug af
Τυχαίες λέξεις
Κατάσχω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gribe, vil binde, som vil binde