Λιμνάζων στα βουλγαρικά

Μετάφραση: λιμνάζων, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
застой, стагнация, стагнацията, на стагнация
Λιμνάζων στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιμνάζων

λιμνάζων λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λιμνάζων στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • λιμάρω στα βουλγαρικά - стържене, скрибуцане, пиля, изчегъртвам, казвам с рязък глас
  • λιμασμένος στα βουλγαρικά - грабеж, граби, опустошителния, прегладнял, който граби
  • λιμνούλα στα βουλγαρικά - консорциум, езерце, водоем, изкуствено езеро, езеро, езерото, езерцето
  • λιμοκτονώ στα βουλγαρικά - гладувам, гладуват, глад, от глад, гладува
Τυχαίες λέξεις
Λιμνάζων στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: застой, стагнация, стагнацията, на стагнация