Λέξη: καταρροή

Σχετικές λέξεις: καταρροή

καταρροή και βήχας, καταρροή μύτης βότανα, καταρροή αντιμετώπιση, καταρροή της μύτης, καταρροή μωρό, καταρροή σε μωρό, καταρροή συνάχι, καταρροή και εγκυμοσύνη, καταρροή μύτης, καταρροή σε βρέφος

Συνώνυμα: καταρροή

συνάχι, φλεγμονή του βλεννογόνου

Μεταφράσεις: καταρροή

καταρροή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
catarrh, snuffles, nose, runny, runny nose

καταρροή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
catarro, el catarro, catarros, un catarro, catarro de

καταρροή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
katarrh, katarer, Katarrh, Catarrh, Katarrhs, Schnupfen, Katarrhe

καταρροή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rhume, catarrhe, le catarrhe, catarrhes, un catarrhe, de catarrhe

καταρροή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
catarro, il catarro, catarri, catarrh, di catarro

καταρροή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
catarro, o catarro, catarros, catarrh, constipação

καταρροή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
catarre, catarrh, catarrhus, slijmvliesontsteking, catarrhe

καταρροή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
катар, простуда, насморк, катаре, катара, катаральное воспаление, катаральное

καταρροή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
katarr, catarrh, snue, katarr i ånderetts

καταρροή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
katarr, slemhinna, catarrh, snuva, katarrer

καταρροή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katarri, catarrh, katarri on, katarri ja, limakalvontulehdus

καταρροή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
katar, katarrh, catarrh, snue

καταρροή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
katar, rýma, kataru, katary, katarech

καταρροή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
katar, nieżyt, Zapalenie, catarrh

καταρροή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hurut, hurutos, hurutot, nátha, bélhurut

καταρροή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nezle, catarrh

καταρροή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
катар, катарів, Катару, гастрит, катари

καταρροή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrufë, pezmatim i fytit

καταρροή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
простуда, хрема, катар, катар на

καταρροή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
катар, катар будзе, Катару, Катару ў

καταρροή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katarr, põletiku, katarri, Limaskesta põletik, põletiku puhul

καταρροή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katar, katara, i katar

καταρροή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
catarrh

καταρροή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kataras, persišaldymas, karštinės

καταρροή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katars, katara

καταρροή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хрема

καταρροή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
guturai, catar, catarrh, catarale, cataracta

καταρροή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
katar, katarju, nahod

καταρροή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
katar, Qatar, katare
Τυχαίες λέξεις