Μερσίνη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μερσίνη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мирт, Мерсин, Mersin
Μερσίνη στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μερσίνη

μερσίνη 2013, μερσίνη μύκονος, μερσίνη δονούσα, μερσίνη λαμπράκη, μερσίνη φυτό, μερσίνη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μερσίνη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μερικός στα βουλγαρικά - частичен, частично, частична, частичното, частичната
  • μερικώς στα βουλγαρικά - частично, отчасти, отчасти се, донякъде, частично се
  • μεσάζοντας στα βουλγαρικά - посредник, брокер, банки, брокера
  • μεσάζων στα βουλγαρικά - посредник, посредническа
Τυχαίες λέξεις
Μερσίνη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мирт, Мерсин, Mersin