Μονομαχία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μονομαχία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дуел, двубой, започва, дуела
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονομαχία
μονομαχία κρητικού και καραμανίτη, μονομαχία στο ελ πάσο (1965), μονομαχία στις σέρρες μάντρες, μονομαχία αχιλλέα-έκτορα, μονομαχία στον κόκκινο ήλιο, μονομαχία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μονομαχία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μοναχός στα βουλγαρικά - монах, отец, брат, Friar
- μονοκόμματος στα βουλγαρικά - едно парче, един брой, една част, едно цяло парче, едно цяло
- μονοπάτι στα βουλγαρικά - след, път, пътека, пътя, пътеката
- μονοπάτια στα βουλγαρικά - тропа, тротоар, пътеки, маршрути, трасета, следи
Τυχαίες λέξεις
Μονομαχία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дуел, двубой, започва, дуела
Μεταφράσεις: дуел, двубой, започва, дуела