Μονομαχία στα ολλανδικά
Μετάφραση: μονομαχία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duel, Duel speler was, Duel speler, tweegevecht, Duel gespeeld
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονομαχία
μονομαχία κρητικού και καραμανίτη, μονομαχία στο ελ πάσο (1965), μονομαχία στις σέρρες μάντρες, μονομαχία αχιλλέα-έκτορα, μονομαχία στον κόκκινο ήλιο, μονομαχία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μονομαχία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μοναχός στα ολλανδικά - verlaten, eenzaam, enig, alleen, louter, monnik, broeder, ...
- μονοκόμματος στα ολλανδικά - oprecht, stomp, bot, eerlijk, een stuk, één stuk, uit één stuk, ...
- μονοπάτι στα ολλανδικά - spoor, paadje, wagenspoor, route, weg, afdruk, baan, ...
- μονοπάτια στα ολλανδικά - paden, trails, wandelpaden, routes, slepen
Τυχαίες λέξεις
Μονομαχία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: duel, Duel speler was, Duel speler, tweegevecht, Duel gespeeld
Μεταφράσεις: duel, Duel speler was, Duel speler, tweegevecht, Duel gespeeld