Μονομαχία στα ουκρανικά

Μετάφραση: μονομαχία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поєдинок, двобій
Μονομαχία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονομαχία

μονομαχία κρητικού και καραμανίτη, μονομαχία στο ελ πάσο (1965), μονομαχία στις σέρρες μάντρες, μονομαχία αχιλλέα-έκτορα, μονομαχία στον κόκκινο ήλιο, μονομαχία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μονομαχία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μοναχός στα ουκρανικά - один, самотній, сам, виключно, одні, єдиний, монах, ...
  • μονοκόμματος στα ουκρανικά - різкий, брутальний, тупий, грубий, один, одна, одне, ...
  • μονοπάτι στα ουκρανικά - путь, слід, стежка, прокладати, шлях, стежина, колія, ...
  • μονοπάτια στα ουκρανικά - доріжка, дорога, стежина, путь, тропа, траєкторія, стежки, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονομαχία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поєдинок, двобій