Μονοπάτια στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μονοπάτια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тропа, тротоар, пътеки, маршрути, трасета, следи
Μονοπάτια στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπάτια

μονοπάτια πολιτισμού, μονοπάτια πήλιο, μονοπάτια ε4, μονοπάτια mountain resort, μονοπάτια πάρνηθας, μονοπάτια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μονοπάτια στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μονομαχία στα βουλγαρικά - дуел, двубой, започва, дуела
  • μονοπάτι στα βουλγαρικά - след, път, пътека, пътя, пътеката
  • μονοπώλιο στα βουλγαρικά - монопол, монопола, монополно, монополна
  • μοντέλο στα βουλγαρικά - модел, модела, образец, модел на
Τυχαίες λέξεις
Μονοπάτια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тропа, тротоар, пътеки, маршрути, трасета, следи