Μωρόπιστος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μωρόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лековерен, наивен, лековерни, доверчив
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μωρόπιστος
μωρόπιστος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μωρόπιστος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μωρολογώ στα βουλγαρικά - празни приказки, Фъдж, Fudge, скърпвам, глупости
- μωρό στα βουλγαρικά - дете, бебе, бебето, Бебета, на бебето, бебешки
- μόδα στα βουλγαρικά - тенденция, мода, начин, модата, модна, моден
- μόλις στα βουλγαρικά - справедливия, просто, само, точно, само на
Τυχαίες λέξεις
Μωρόπιστος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лековерен, наивен, лековерни, доверчив
Μεταφράσεις: лековерен, наивен, лековерни, доверчив