Μωρόπιστος στα δανικά
Μετάφραση: μωρόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
godtroende, naive, blåøjet, blåøjede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μωρόπιστος
μωρόπιστος λεξικό γλώσσας δανικά, μωρόπιστος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μωρολογώ στα δανικά - fudge, fusk, sludder, Chloe, karamel
- μωρό στα δανικά - spædbarn, Baby, barn, barnet, Børn, baby-
- μόδα στα δανικά - tendens, mode, måde, tilbøjelighed, facon, fashion, vis
- μόλις στα δανικά - blot, præcis, nøjagtig, fair, billig, bare, nøjagtigt, ...
Τυχαίες λέξεις
Μωρόπιστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: godtroende, naive, blåøjet, blåøjede
Μεταφράσεις: godtroende, naive, blåøjet, blåøjede