Μωρόπιστος στα ουκρανικά
Μετάφραση: μωρόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
легковірний, довірливий, довірлива, наївний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μωρόπιστος
μωρόπιστος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μωρόπιστος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μωρολογώ στα ουκρανικά - помадка
- μωρό στα ουκρανικά - простаки, дитина, немовля, дитинча, дитя
- μόδα στα ουκρανικά - фасон, стиль, мода, тенденція, модний, напрям, спосіб, ...
- μόλις στα ουκρανικά - закон, тільки, лише
Τυχαίες λέξεις
Μωρόπιστος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: легковірний, довірливий, довірлива, наївний
Μεταφράσεις: легковірний, довірливий, довірлива, наївний