Μωρόπιστος στα ρωσικά

Μετάφραση: μωρόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
легковерный, доверчивый, доверчивы, доверчивых, легковерных
Μωρόπιστος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μωρόπιστος

μωρόπιστος λεξικό γλώσσας ρωσικά, μωρόπιστος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • μωρολογώ στα ρωσικά - бессмыслица, ахинея, бред, чушь, помадка, Фадж, Fudge, ...
  • μωρό στα ρωσικά - крошка, ребенок, дитя, детская, детёныш, старуха, малютка, ...
  • μόδα στα ρωσικά - выделывать, веяние, способ, фасонировать, изменение, фасон, ход, ...
  • μόλις στα ρωσικά - прямо, беспристрастный, сейчас, никак, точно, едва, верный, ...
Τυχαίες λέξεις
Μωρόπιστος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: легковерный, доверчивый, доверчивы, доверчивых, легковерных