Ξεπεσμός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ξεπεσμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
деградация, разграждане, деградацията, деградацията на, разграждането
Ξεπεσμός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεπεσμός

ξεπεσμός συνώνυμο, ξεπεσμός lyrics, ξεπεσμός στίχοι, ξεπεσμός active member, ξεπεσμός συνώνυμα, ξεπεσμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ξεπεσμός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ξεπερασμένος στα βουλγαρικά - изтекъл срок на годност, остарели, остаряла, неактуална, са остарели
  • ξεπερνώ στα βουλγαρικά - надпреварвам, изпревари, оставям зад себе, излизам начело на, оставям зад себе си
  • ξεπετάγομαι στα βουλγαρικά - напън, изблик, шурвам, силна струя, бърз ход
  • ξεπεταρούδι στα βουλγαρικά - xepetaroudi
Τυχαίες λέξεις
Ξεπεσμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: деградация, разграждане, деградацията, деградацията на, разграждането