Παππούς στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παππούς, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ред, дядо, на дядо, дядото, дядото на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παππούς
παππούς και εγγονή, παππούς ρέιβερ σε έκσταση, παππούς ευαγγελίδης, παππούς ή παππούς, παππούς αριστοφάνης, παππούς λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παππούς στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παπούτσι στα βουλγαρικά - обувка, обувки, обувката, за обувки, почистване на
- παπούτσια στα βουλγαρικά - обувки, Shoes, обувна промишленост, обувна
- παράβαση στα βουλγαρικά - престъпление, нарушение, нарушаване, нарушения, нарушаването, нарушение на
- παράγκα στα βουλγαρικά - навес, коптор, колиба, бедняшки, бедняшкия, моряшка хорова песен
Τυχαίες λέξεις
Παππούς στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ред, дядо, на дядо, дядото, дядото на
Μεταφράσεις: ред, дядо, на дядо, дядото, дядото на