Πεζοναύτης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πεζοναύτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
морски, морската, морска, морските, морското
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεζοναύτης
ο πεζοναύτης, πεζοναύτης σημασία, κουρείο πεζοναύτης, πεζοναύτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πεζοναύτης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πεζικό στα βουλγαρικά - пехота, пехотен, пехотата, пехотна, пехотни
- πεζοδρόμιο στα βουλγαρικά - тротоар, тротоара, тротоарно, тротоарна
- πεζοπορία στα βουλγαρικά - разходка, ходя, вървя, ходи, ходят
- πεζούλα στα βουλγαρικά - перила, пейка, стенд, резервната скамейка, изпитвателен стенд, Пейки за
Τυχαίες λέξεις
Πεζοναύτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: морски, морската, морска, морските, морското
Μεταφράσεις: морски, морската, морска, морските, морското