Πλούσιος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πλούσιος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заможен, богат, богати, богата, богато
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλούσιος
πλούσιος συνώνυμο, πλούσιοσ και φτωχόσ, πλούσιος μπαμπάς φτωχός μπαμπάς download, πλούσιος συνώνυμα, πλούσιος ή πένης βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πλούσιος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πλοκή στα βουλγαρικά - фабула, парцел, парцела, заговор, участък, на парцела
- πλούσια στα βουλγαρικά - буен, тучен, изобилен, богат, пищен
- πλούτη στα βουλγαρικά - богатство, благосъстояние, безпристрастни, и безпристрастни, богатството
- πλούτος στα βουλγαρικά - богатство, благосъстояние, безпристрастни, и безпристрастни, богатството
Τυχαίες λέξεις
Πλούσιος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: заможен, богат, богати, богата, богато
Μεταφράσεις: заможен, богат, богати, богата, богато