Πλούσιος στα δανικά

Μετάφραση: πλούσιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rig, velhavende, rige, velstående, rigt
Πλούσιος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλούσιος

πλούσιος συνώνυμο, πλούσιοσ και φτωχόσ, πλούσιος μπαμπάς φτωχός μπαμπάς download, πλούσιος συνώνυμα, πλούσιος ή πένης βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος λεξικό γλώσσας δανικά, πλούσιος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πλοκή στα δανικά - plot, grund, plottet, grunden, afbildning
  • πλούσια στα δανικά - frodig, frodige, frodigt, overdådig, en frodig
  • πλούτη στα δανικά - rigdom, velstand, væld, formue, stort
  • πλούτος στα δανικά - rigdom, velstand, væld, formue, stort
Τυχαίες λέξεις
Πλούσιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rig, velhavende, rige, velstående, rigt