Πλούσιος στα ολλανδικά
Μετάφραση: πλούσιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vruchtbaar, vermogend, gefortuneerd, rijk, rijke, vermogende, rijken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλούσιος
πλούσιος συνώνυμο, πλούσιοσ και φτωχόσ, πλούσιος μπαμπάς φτωχός μπαμπάς download, πλούσιος συνώνυμα, πλούσιος ή πένης βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλούσιος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πλοκή στα ολλανδικά - intrige, kronkelen, samenspanning, foefje, machinatie, konkelarij, plot, ...
- πλούσια στα ολλανδικά - weelderig, welig, weelderige, luxuriant
- πλούτη στα ολλανδικά - rijkdom, weelde, schat, welvaart, vermogen
- πλούτος στα ολλανδικά - rijkdom, weelde, schat, welvaart, vermogen
Τυχαίες λέξεις
Πλούσιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vruchtbaar, vermogend, gefortuneerd, rijk, rijke, vermogende, rijken
Μεταφράσεις: vruchtbaar, vermogend, gefortuneerd, rijk, rijke, vermogende, rijken