Ποικιλία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ποικιλία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разнообразие, сорт, различни, разнообразни, гама
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποικιλία
ποικιλία κρασιών, ποικιλία ντομάτας, ποικιλία μπύρας, ποικιλία αττική, ποικιλία βηλάνα, ποικιλία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ποικιλία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ποικίλλω στα βουλγαρικά - оцветявам, нашарвам, изпъстрям, петнист, петно
- ποικίλος στα βουλγαρικά - разнообразен, разнообразна, разнообразни, разнообразно, варира
- ποιμενικός στα βουλγαρικά - пасторален, пасторална, пастирска, пасторалната, пасторалното
- ποινή στα βουλγαρικά - наказание, глоба, наказателното, дузпа, санкция, дузпа в
Τυχαίες λέξεις
Ποικιλία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разнообразие, сорт, различни, разнообразни, гама
Μεταφράσεις: разнообразие, сорт, различни, разнообразни, гама