Πρόσμειξη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πρόσμειξη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
присадка, добавка, примес, онечистване, нечистота, онечиствания
Πρόσμειξη στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσμειξη

πρόσμειξη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πρόσμειξη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πρόσκοπος στα βουλγαρικά - разведрим, разузнавач, Скаут, Съгледвач, скаут на
  • πρόσληψη στα βουλγαρικά - работа, наемане на работа, заетостта, заетост, на заетостта
  • πρόσοδος στα βουλγαρικά - годишна рента, анюитет, анюитетни, анюитета
  • πρόσοψη στα βουλγαρικά - поредния, фаса, фасада, фасадни, фасадата, фасадна, фасади
Τυχαίες λέξεις
Πρόσμειξη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: присадка, добавка, примес, онечистване, нечистота, онечиствания