Πρόσμειξη στα τούρκικα

Μετάφραση: πρόσμειξη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kirlilik, safsızlık, yabancı madde, impürite, pislik
Πρόσμειξη στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσμειξη

πρόσμειξη λεξικό γλώσσας τούρκικα, πρόσμειξη στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πρόσκοπος στα τούρκικα - izci, keşif, avcısı, yetenek avcısı, gözcü
  • πρόσληψη στα τούρκικα - iş, istihdam, istihdamı, çalışma, istihdamın
  • πρόσοδος στα τούρκικα - yıllık ödenek, rant, annuity, yıllık sigorta, sigorta poliçesi
  • πρόσοψη στα τούρκικα - cephe, cephesi, facade, dış cephe
Τυχαίες λέξεις
Πρόσμειξη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kirlilik, safsızlık, yabancı madde, impürite, pislik