Πυροβόλησα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πυροβόλησα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стрелям, стреля, застреля, стрелят, застрелям
Πυροβόλησα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροβόλησα

πυροβόλησα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πυροβόλησα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πυροβολισμός στα βουλγαρικά - изстрел, ударът, ударът на, снимка, завършващият
  • πυροβολώ στα βουλγαρικά - огън, стрелят, стрелям, стреля, застреля, застрелям
  • πυροδότηση στα βουλγαρικά - стрелба, печене, изпичане, горивна, огневата
  • πυροσβέστης στα βουλγαρικά - пожарникар, пожарникарска, пожарникарско, пожарникарски
Τυχαίες λέξεις
Πυροβόλησα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: стрелям, стреля, застреля, стрелят, застрелям