Πυροβόλησα στα σλοβενικά
Μετάφραση: πυροβόλησα, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rána, ustrelil, streljanje, ustreli, ustreliti, streljati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυροβόλησα
πυροβόλησα λεξικό γλώσσας σλοβενικά, πυροβόλησα στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- πυροβολισμός στα σλοβενικά - rána, shot, strel, Ekipa, streljal, žogo poslal
- πυροβολώ στα σλοβενικά - ogenj, rána, požár, požární, ustrelil, streljanje, ustreli, ...
- πυροδότηση στα σλοβενικά - Kurjenje, streljanje, žganjem, strelno, razstreljevanje
- πυροσβέστης στα σλοβενικά - gasilec, firefighter, gasilca, Vatrogasac, gasilska
Τυχαίες λέξεις
Πυροβόλησα στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: rána, ustrelil, streljanje, ustreli, ustreliti, streljati
Μεταφράσεις: rána, ustrelil, streljanje, ustreli, ustreliti, streljati