Πυροβόλησα στα τούρκικα

Μετάφραση: πυροβόλησα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nişancı, tahmin, sürgün, ateş, çekim, çekmek, vurmaya
Πυροβόλησα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροβόλησα

πυροβόλησα λεξικό γλώσσας τούρκικα, πυροβόλησα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πυροβολισμός στα τούρκικα - tahmin, nişancı, atış, çekim, çekilen sut, vuruş, vurdu
  • πυροβολώ στα τούρκικα - atmak, nişancı, tahmin, ateş, alev, yangın, sürgün, ...
  • πυροδότηση στα τούρκικα - ateşleme, atış, ateş, fırınlama, pişirim
  • πυροσβέστης στα τούρκικα - itfaiyeci, itfaiye, firefighter, itfaiye eri
Τυχαίες λέξεις
Πυροβόλησα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: nişancı, tahmin, sürgün, ateş, çekim, çekmek, vurmaya