Σάλτσα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σάλτσα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подливка, сос, сос от, соса, сосове
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σάλτσα
σάλτσα καρμπονάρα, σάλτσα με τόνο, σάλτσα για πίτσα, σάλτσα ντομάτας, σάλτσα με γαρίδες, σάλτσα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σάλτσα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σάλος στα βουλγαρικά - вълнение, метеж, врява, безредици, шум
- σάλπιγγα στα βουλγαρικά - рог, гоен, тромпет, тръба, тръбен, тромпетист, Ромео
- σάντουιτς στα βουλγαρικά - сандвич, сандвича, сандвичи
- σάρκα στα βουλγαρικά - месо, плът, от плът, плътта своя, се конкретизират
Τυχαίες λέξεις
Σάλτσα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: подливка, сос, сос от, соса, сосове
Μεταφράσεις: подливка, сос, сос от, соса, сосове