Σκοτίζομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: σκοτίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неспокойство, безпокоя, притеснява, труда, се притеснява, занимавам
Σκοτίζομαι στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκοτίζομαι

σκοτίζομαι συνώνυμο, σκοτίζομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκοτίζομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σκορβούτο στα βουλγαρικά - скорбут, скорбута, на скорбут, скорбутът
  • σκορπίζω στα βουλγαρικά - разгъвам, отърси, да отърси, изтръскайте, разклаща
  • σκοτεινός στα βουλγαρικά - тъмнина, незнание, мрак, тъмен, тъмно, тъмна, тъмната, ...
  • σκοτσέζος στα βουλγαρικά - шотландски, шотландския, Scottish, Шотландската, шотландското
Τυχαίες λέξεις
Σκοτίζομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: неспокойство, безпокоя, притеснява, труда, се притеснява, занимавам