Σκοτίζομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: σκοτίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
турбота, докучати, турбувати, турбуватися, непокоїти, турбуватимуть, турбуватиме, беспокоить
Σκοτίζομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκοτίζομαι

σκοτίζομαι συνώνυμο, σκοτίζομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σκοτίζομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σκορβούτο στα ουκρανικά - цинга, мерзотник
  • σκορπίζω στα ουκρανικά - посипаючи, розсипаючись, розігнати, розкидайте, витрусити, витрясти
  • σκοτεινός στα ουκρανικά - похмурий, хмурий, захований, відлюдний, неясний, примирення, темний, ...
  • σκοτσέζος στα ουκρανικά - шотландці, нівечити, калічити, риса, шотландський, шотландська, Шотландский, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκοτίζομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: турбота, докучати, турбувати, турбуватися, непокоїти, турбуватимуть, турбуватиме, беспокоить