Σκοτίζομαι στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σκοτίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
турбаваць, непакоіць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκοτίζομαι
σκοτίζομαι συνώνυμο, σκοτίζομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σκοτίζομαι στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σκορβούτο στα λευκορωσικά - цынга
- σκορπίζω στα λευκορωσικά - вытрасці, знайсьці, выціснуць
- σκοτεινός στα λευκορωσικά - чорны, хваля, тямны, ноч, хаваць, цёмна, темно
- σκοτσέζος στα λευκορωσικά - шатландскі, Шатляндзкі, Шатландская, шатландскае
Τυχαίες λέξεις
Σκοτίζομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: турбаваць, непакоіць
Μεταφράσεις: турбаваць, непакоіць