Σκόπιμος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σκόπιμος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
целенасочен, целеустремен, целенасочена, целенасочено, целенасочени
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκόπιμος
σκόπιμος english, σκόπιμος συνώνυμα, σκόπιμος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκόπιμος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σκόντο στα βουλγαρικά - Сконто, Skonto
- σκόπιμα στα βουλγαρικά - съзнателно, съзнателното, умишлено, се съзнателното, съзнателно да
- σκόρδο στα βουλγαρικά - чесън, чесъна, чесънът, на чесън
- σκόρος στα βουλγαρικά - молец, молци, пеперуда, нощна пеперуда
Τυχαίες λέξεις
Σκόπιμος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: целенасочен, целеустремен, целенасочена, целенасочено, целенасочени
Μεταφράσεις: целенасочен, целеустремен, целенасочена, целенасочено, целенасочени