Στοά στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στοά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
галерия, Gallery, Галерия със, галерията, цялата галерия
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοά
στοά σπυρομήλιου, στοά καϊρη, στοά φέξη 34 αθήνα 10677, στοά του βιβλίου, στοά αρσακείου, στοά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στοά στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στιλπνός στα βουλγαρικά - лъскав, лъскава, сияеща, блестящ, силен блясък
- στιφάδο στα βουλγαρικά - яхния, задушено, задушава, се задушава
- στοίβα στα βουλγαρικά - купчина, куп, купчината, купчинка, пиле
- στοίχημα στα βουλγαρικά - пари, залагане, залог, залога, залози
Τυχαίες λέξεις
Στοά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: галерия, Gallery, Галерия със, галерията, цялата галерия
Μεταφράσεις: галерия, Gallery, Галерия със, галерията, цялата галерия