Στοά στα δανικά

Μετάφραση: στοά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
galleri, galleriet, Gallery, Billeder, Gallerioversigt
Στοά στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στοά

στοά σπυρομήλιου, στοά καϊρη, στοά φέξη 34 αθήνα 10677, στοά του βιβλίου, στοά αρσακείου, στοά λεξικό γλώσσας δανικά, στοά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στιλπνός στα δανικά - skinnende, glansfulde, glansfuldt, blanke, blankt
  • στιφάδο στα δανικά - stuvning, gryderet, ragout, STCW, stew
  • στοίβα στα δανικά - dynge, bunke, bunken, stabel, luv, stak
  • στοίχημα στα δανικά - vædde, væddemål, indsats, bet, spil, satsning
Τυχαίες λέξεις
Στοά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: galleri, galleriet, Gallery, Billeder, Gallerioversigt